πασχαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασχαλιά | οι | πασχαλιές |
γενική | της | πασχαλιάς | των | πασχαλιών |
αιτιατική | την | πασχαλιά | τις | πασχαλιές |
κλητική | πασχαλιά | πασχαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασχαλιά < Πασχαλιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασχαλιά θηλυκό
- (λουλούδι) καλλωπιστικό και φαρμακευτικό φυτό (Syringa vulgaris) του οποίου τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και ανθίζει την άνοιξη
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πασχαλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)