measure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
measure measures

measure (en)

  1. η μέτρηση (η ενέργεια του μετράω)
  2. το μέτρο (μονάδα μέτρησης)
  3. τα μέτρα (τα διαστήματα ή το μέγεθος κάποιου πράγματος)
  4. οποιαδήποτε εργαλείο που χρησιμοποιείται για μέτρηση
  5. το μέτρο (η ενέργεια για την επίτευξη στόχου)
  6. (μουσική) το μέτρο (στο πεντάγραμμο, το διάστημα μεταξύ δύο διαστολών)
  7. (μαθηματικά) το μέτρο (συνάρτηση που αναθέτει σε κάθε σύνολο ενός χώρου έναν μη αρνητικό αριθμό και ικανοποιεί άλλες ιδιότητες ενός φυσικού μέτρου όπως το μήκος, ο όγκος κλπ.)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας measure
γ΄ ενικό ενεστώτα measures
αόριστος measured
παθητική μετοχή measured
ενεργητική μετοχή measuring

measure (en)

  1. μετράω (διαπιστώνω το μήκος, το μέγεθος, την ποσότητα κάπου πράγματος)

Παράγωγα[επεξεργασία]