ταρίχευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταρίχευση οι ταριχεύσεις
      γενική της ταρίχευσης* των ταριχεύσεων
    αιτιατική την ταρίχευση τις ταριχεύσεις
     κλητική ταρίχευση ταριχεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταριχεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταρίχευση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ταρίχευ(σις) -ση [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταρίχευση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]