καρκίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καρκίνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρκίνος οι καρκίνοι
      γενική του καρκίνου των καρκίνων
    αιτιατική τον καρκίνο τους καρκίνους
     κλητική καρκίνε καρκίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρκίνος < ελληνιστική κοινή καρκίνος (για την ασθένεια) < αρχαία ελληνική καρκίνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρκίνος αρσενικό

  1. (ζωολογία) κάβουρας
  2. Καρκίνος: (αστρονομία) αστερισμός
  3. Καρκίνος: ένα από τα ζώδια, το σύμβολό του καθώς και κάποιος που έχει γεννηθεί από 22/6 έως 22/7
  4. (ιατρική) ασθένεια, που οφείλεται σε κακοήθη όγκο, που σχηματίζεται από κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ανώμαλα
  5. (βοτανική) ασθένεια των φυτών παρόμοια με την 5
  6. (μεταφορικά) ανώμαλη και ενοχλητική κατάσταση
     συνώνυμα: καρκίνωμα
  7. είδος στίχου που διαβάζεται το ίδιο από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς τα αριστερά
     συνώνυμα: καρκινικός στίχος
    Το «νῖψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν» είναι ένας καρκίνος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρκίνος οἱ καρκίνοι
      γενική τοῦ καρκίνου τῶν καρκίνων
      δοτική τῷ καρκίν τοῖς καρκίνοις
    αιτιατική τὸν καρκίνον τοὺς καρκίνους
     κλητική ! καρκίνε καρκίνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρκίνω
γεν-δοτ τοῖν  καρκίνοιν
Στον πληθυντικό και ουδετέρου γένους: τὰ καρκίνα
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρκίνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *karkros. Υπάρχει πιθανότητα η λέξη να μην έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση αλλά να είναι προελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρκίνος αρσενικό

  1. (βιολογία) ο κάβουρας (το ζώο)
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 17 p.287, @scaife.perseus
    Ἐκδύνουσι δὲ καὶ οἱ καρκίνοι τὸ γῆρας, οἱ μὲν μαλακόστρακοι ὁμολογουμένως, φασὶ δὲ καὶ τοὺς ὀστρακοδέρμους, οἷον τὰς μαίας. Ὅταν δ’ ἐκδύνωσι, μαλακὰ γίνεται πάμπαν τὰ ὄστρακα, καὶ οἵ γε καρκίνοι βαδίζειν οὐ σφόδρα δύνανται.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Αριστοφάνης, Εἰρήνη , 1083
    οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν.
    Ό,τι κι αν κάμεις, ο κάβουρας πάντα λοξά θα βαδίζει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) έλκος, καρκίνωμα, καρκίνος
  3. σημείο του ζωδιακού κύκλου, αστερισμός
  4. όργανο για βασανιστήρια με σιδερένιες χηλές σαν τις δαγκάνες του κάβουρα
  5. τανάλια, λαβίδα ή άλλο εργαλείο με «δαγκάνα»
  6. (ανατομία) οστό του κροτάφου
  7. (γεωμετρικό όργανο) διαβήτης
  8. είδος πεδίλων
  9. είδος επιδέσμου
  10. είδος κυπέλλου, ποτηριού

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883

Πηγές[επεξεργασία]