καρκίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρκίνος | οι | καρκίνοι |
γενική | του | καρκίνου | των | καρκίνων |
αιτιατική | τον | καρκίνο | τους | καρκίνους |
κλητική | καρκίνε | καρκίνοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρκίνος < ελληνιστική κοινή καρκίνος (για την ασθένεια) < αρχαία ελληνική καρκίνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρκίνος αρσενικό
- (ζωολογία) κάβουρας
- Καρκίνος: (αστρονομία) αστερισμός
- Καρκίνος: ένα από τα ζώδια, το σύμβολό του καθώς και κάποιος που έχει γεννηθεί από 22/6 έως 22/7
- (ιατρική) ασθένεια, που οφείλεται σε κακοήθη όγκο, που σχηματίζεται από κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ανώμαλα
- (βοτανική) ασθένεια των φυτών παρόμοια με την 5
- (μεταφορικά) ανώμαλη και ενοχλητική κατάσταση
- είδος στίχου που διαβάζεται το ίδιο από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς τα αριστερά
- ≈ συνώνυμα: καρκινικός στίχος
- Το «νῖψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν» είναι ένας καρκίνος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- καρκινοβασία
- καρκινοβατώ
- καρκινογένεση
- καρκινογόνος
- καρκινοειδής
- καρκινολογία
- καρκινολογικός
- καρκινολόγος
- καρκινοπαθής
- καρκινοφοβία
- καρκινοματώδης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καρκίνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάβουρας
|
αστερισμός και ζώδιο
|
ασθένεια
ασθένεια φυτών
είδος στίχου
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | καρκίνος | καρκίνω | καρκίνοι |
Γενική | καρκίνου | καρκίνοιν | καρκίνων |
Δοτική | καρκίνῳ | καρκίνοιν | καρκίνοις |
Αιτιατική | καρκίνον | καρκίνω | καρκίνους |
Κλητική | καρκίνε | καρκίνω | καρκίνοι |
Στον πληθυντικό και ουδετέρου γένους: τὰ καρκίνα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρκίνος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *karkros. Υπάρχει πιθανότητα η λέξη να μην έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση αλλά να είναι προελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρκίνος αρσενικό
- ο κάβουρας (το ζώο)
- έλκος, καρκίνωμα, καρκίνος
- σημείο του ζωδιακού κύκλου, αστερισμός
- τανάλια, λαβίδα ή άλλο εργαλείο με «δαγκάνα»
- οστό του κροτάφου
- ο διαβήτης (το όργανο)
[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)