καρκίνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρκίνωμα τα καρκινώματα
      γενική του καρκινώματος των καρκινωμάτων
    αιτιατική το καρκίνωμα τα καρκινώματα
     κλητική καρκίνωμα καρκινώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρκίνωμα < αρχαία ελληνική καρκίνωμα < καρκινόω < καρκίνος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική cancerous)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρκίνωμα ουδέτερο

  1. (ιατρική) κακοήθης όγκος επιθηλιακής προέλευσης
  2. (μεταφορικά) άσχημη ή και δύσκολη κατάσταση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]