συμμόρφωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμόρφωση οι συμμορφώσεις
      γενική της συμμόρφωσης* των συμμορφώσεων
    αιτιατική τη συμμόρφωση τις συμμορφώσεις
     κλητική συμμόρφωση συμμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμμόρφωση < (ελληνιστική κοινήσυμμόρφωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conformité)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμμόρφωση θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]