bar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bar < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰAr-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (en)
- μπαρ
- μεταλλικός ράβδος
- πλάκα προϊόντος (πχ. σαπουνιού ή σοκολάτας)
- η μπάρα, η οριζόντια δοκός που πρέπει να περάσει από πάνω της χωρίς να τη ρίξει ο αθλητής του άλματος εις ύψος ή του επι κοντώ
- (νομικός όρος) το δικηγορικό σώμα ή το δικηγορικό επάγγελμα ή οι εξετάσεις για να γίνει κανείς δικηγόρος
- (μουσική) η διαστολή, η κάθετη γραμμή που σημειώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου
- ...
[επεξεργασία]
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (sq)
- το γρασίδι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bar | bars |
bar (fr) αρσενικό
- (ιχθυολογία) το λαβράκι
- το μπαρ
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (it)
- το μπαρ