ορογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορογένεση | οι | ορογενέσεις |
γενική | της | ορογένεσης* | των | ορογενέσεων |
αιτιατική | την | ορογένεση | τις | ορογενέσεις |
κλητική | ορογένεση | ορογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orogenèse < αρχαία ελληνική ὄρος (ουδέτερο)) + γένεσις (γίγνομαι). Μορφολογικά αναλύεται σε ορο- (βουνό) + -γένεση. [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾoˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορογένεση θηλυκό
- (γεωλογία) η διεργασία δημιουργίας ενός όρους ή ενός ορεινού όγκου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ορογενετικός, ορεογενετικός
- → δείτε τις λέξεις όρος και γένεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ορογένεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως το όρος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γένεση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)