Μετάβαση στο περιεχόμενο

πιστοποίηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστοποίηση οι πιστοποιήσεις
      γενική της πιστοποίησης* των πιστοποιήσεων
    αιτιατική την πιστοποίηση τις πιστοποιήσεις
     κλητική πιστοποίηση πιστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστοποίηση < ελληνιστική κοινή πιστοποίησις < πιστοποιέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιστοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]