πλατωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατωνικός < (ελληνιστική κοινή) Πλατωνικός < αρχαία ελληνική Πλάτων (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική platonique)
Επίθετο[επεξεργασία]
πλατωνικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τον Πλάτωνα ή τις φιλοσοφικές του ιδέες ή αναφέρεται σ’ αυτά
- που έχει επηρεαστεί από τον Πλάτωνα και ακολουθεί τις φιλοσοφικές του θεωρίες
- (κατʼ επέκταση) που δεν έχει σαρκικές συνδηλώσεις, αγνός, άδολος
- O πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ΄ Εστέν έγραψε μυθιστόρημα με θέμα τη μυστική ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν γάλλο ηγέτη και μια «δυστυχισμένη πριγκίπισσα της Αγγλίας». Πρόκειται για έναν πλατωνικό, αλλά σφοδρό έρωτα με μια «γαλαζοαίματη», η οποία έχει ασυνήθιστα μεγάλες ομοιότητες με την πριγκίπισσα... Νταϊάνα! (*)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Πλάτων