Πλάτων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πλάτων | οι | Πλάτωνες |
| γενική | του | Πλάτωνος | των | Πλατώνων |
| αιτιατική | τον | Πλάτωνα | τους | Πλάτωνες |
| κλητική | Πλάτων | Πλάτωνες | ||
| Δείτε και την κλίση του νεότερου Πλάτωνας. | ||||
| Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πλάτων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Πλάτων
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpla.ton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πλά‐των
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πλάτων αρσενικό
- ανδρικό όνομα, λόγια μορφή του Πλάτωνας
Ένας από τους πρωτεργάτες του ελληνικού σοσιαλισμού υπήρξε ο Πλάτων Δρακούλης.
- επιφανής αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος (427-347 π.Χ.)
Ο Πλάτων υπήρξε μαθητής του Σωκράτη, αλλά και δάσκαλος του Αριστοτέλη.
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Πλάτωνος)
Ο Γεώργιος Πλάτων ήταν γνωστός Έλληνας συνθέτης και πιανίστας και κόρη του είναι η, επίσης γνωστή, συνθέτρια Λένα Πλάτωνος.
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) άνθρωπος που ασκεί μεγάλη επιρροή σε κάποιο γνωστικό τομέα
Γιατί δε βγάζει η Ελλάδα πια Πλάτωνες και Αριστοτέληδες;
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Πλάτων στη Βικιπαίδεια

Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] το όνομα Πλάτων
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Πλᾰτων- | ||||
| ονομαστική | ὁ | Πλάτων | ||
| γενική | τοῦ | Πλάτωνος | ||
| δοτική | τῷ | Πλάτωνῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | Πλάτωνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | Πλάτων | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πλάτων < πλατύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πλάτων, -ωνος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη πλατύς
Πηγές
[επεξεργασία]- Πλάτων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Βύρων' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'κώδων' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώδων' χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώδων' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)