shallow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | shallow |
συγκριτικός | shallower |
υπερθετικός | shallowest |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]shallow (en)
- ρηχός, αβαθής, ανάβαθος, που δεν έχει αρκετό ή πολύ βάθος
- ⮡ The lake is very shallow at some points.
- Η λίμνη είναι πολύ ρηχή σε κάποια σημεία.
- ⮡ Rainwater collects in shallow depressions on the ground.
- Το βρόχινο νερό συλλέγεται σε ρηχές κοιλότητες στο έδαφος.
- ⮡ The sea is shallow near the shore.
- Η θάλασσα είναι αβαθής κοντά στην ακτή.
- ⮡ This pit is shallow and full of water.
- Αυτό το λάκκο είναι αβαθής και γεμάτος νερό.
- ⮡ The lake is very shallow at some points.
- (κακόσημο) ρηχός, επιπόλαιος, για ένα άτομο, μια ιδέα, ένα σχόλιο κτλ. που δεν δείχνει βαθιά σκέψη, συναισθήματα κτλ. για κάτι
- ⮡ The conversation was shallow and without substance.
- Ο διάλογος ήταν ρηχός και χωρίς ουσία.
- ⮡ I don’t like shallow discussions.
- Δεν μου αρέσουν οι ρηχές συζητήσεις.
- ⮡ His shallow attitude led him to mistakes.
- Η επιπόλαιη στάση του τον οδήγησε σε λάθη.
- ≈ συνώνυμα: superficial
- ⮡ The conversation was shallow and without substance.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) shallow copy