Μετάβαση στο περιεχόμενο

shallow

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός shallow
συγκριτικός shallower
υπερθετικός shallowest

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃaləʊ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈʃæl.oʊ/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

shallow (en)

  1. ρηχός, αβαθής, ανάβαθος, που δεν έχει αρκετό ή πολύ βάθος
      The lake is very shallow at some points.
    Η λίμνη είναι πολύ ρηχή σε κάποια σημεία.
      Rainwater collects in shallow depressions on the ground.
    Το βρόχινο νερό συλλέγεται σε ρηχές κοιλότητες στο έδαφος.
      The sea is shallow near the shore.
    Η θάλασσα είναι αβαθής κοντά στην ακτή.
      This pit is shallow and full of water.
    Αυτό το λάκκο είναι αβαθής και γεμάτος νερό.
  2. (κακόσημο) ρηχός, επιπόλαιος, για ένα άτομο, μια ιδέα, ένα σχόλιο κτλ. που δεν δείχνει βαθιά σκέψη, συναισθήματα κτλ. για κάτι
      The conversation was shallow and without substance.
    Ο διάλογος ήταν ρηχός και χωρίς ουσία.
      I don’t like shallow discussions.
    Δεν μου αρέσουν οι ρηχές συζητήσεις.
      His shallow attitude led him to mistakes.
    Η επιπόλαιη στάση του τον οδήγησε σε λάθη.
     συνώνυμα: superficial

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]