cash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kæʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cash (en)

  • τα μετρητά (χρήματα)
    I usually prefer to pay cash: προτιμώ συνήθως να πληρώνω με μετρητά

Ρήμα[επεξεργασία]

cash (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cash < (άμεσο δάνειο) αγγλική cash

Επίρρημα[επεξεργασία]

cash (fr)