cash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cash (en)
- (μη μετρήσιμο) τα μετρητά (χρήματα)
- ↪ I usually prefer to pay (with) cash.
- Προτιμώ συνήθως να πληρώνω με μετρητά.
- ↪ I usually prefer to pay (with) cash.
Ρήμα[επεξεργασία]
cash (en)
- εξαργυρώνω (επιταγές σε μετρητά)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cash < (άμεσο δάνειο) αγγλική cash
Επίρρημα[επεξεργασία]
cash (fr)