μεταθεωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταθεωρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταθεωρία θηλυκό
- (φιλοσοφία, μαθηματικά) θεωρία επί κάποιας θεωρίας
- του πλαίσιο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται και βασίζεται μία θεωρία (μαθηματικό, φιλοσοφικό κτλ)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
συνήθως μόνο ο ενικός είναι δόκιμος