Μετάβαση στο περιεχόμενο

molar

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
molar molars

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

molar (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • molar στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια