εκλογοδικείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.klo.ɣo.ðiˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλο‐γο‐δι‐κεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκλογοδικείο ουδέτερο
- (πολιτική, νομικός όρος) δικαστήριο το οποίο εκδικάζει περιπτώσεις που αφορούν εκλογές ή εκλογικά αποτελέσματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλογοδικείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δικείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)