Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ήλιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ἥλιος, ήλιος, ἥλιος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ήλιος
      γενική του Ηλίου
    αιτιατική τον Ήλιο
     κλητική Ήλιε
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ήλιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἥλιος.[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.ʎos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ήλιος
παρώνυμο: ήλιο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ήλιος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο θεός του φωτός
  2. (αστρονομία) ο ήλιος του πλανητικού μας συστήματος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ήλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ήλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)