έμφραγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμφραγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφραγμα < ἐμφράσσω < ἐν + φράσσω (έμ- + φράγμα, φράζω)
- για την ιατρική, «εμβολή» < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική infarctus[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeɱ.fɾaɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐φραγ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμφραγμα ουδέτερο
- (ιατρική) νέκρωση ιστού εξαιτίας απόφραξης αρτηρίας από θρόμβωση ή εμβολή
- (ιατρική, οδοντιατρική) ουσία με την οποία γεμίζεται η τρύπα ενός δοντιού που έχει τερηδόνα
- οτιδήποτε χρησιμεύει για φράξιμο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νέκρωση (καρδιακού) ιστού
|
[επεξεργασία]
- ↑ έμφραγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έμ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Οδοντιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)