mortal
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
mortal
(en)
θνητός
↪
All men are
mortal
.
Όλοι οι άνθρωποι είναι
θνητοί
.
≠
αντώνυμα
:
immortal
θανάσιμος
(πολύ σοβαρός)
≈
συνώνυμα
:
deadly
,
fatal
mortal sin, mortal enemies, mortal fear
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
mortal
(en)
ο
θνητός
Πηγές
[
επεξεργασία
]
mortal (adjective)
-
Oxford Learner's Dictionaries
mortal (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Επίθετα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ქართული
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lombard
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文