layer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
layer | layers |
layer (en)
- το στρώμα, η στρώση
- ⮡ a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | layer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | layers |
αόριστος | layered |
παθητική μετοχή | layered |
ενεργητική μετοχή | layering |
layer (en)
- τακτοποιώ, διευθετώ κάτι σε στρώματα