Μετάβαση στο περιεχόμενο

layer

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
layer layers

layer (en)

  • το στρώμα, η στρώση
    ⮡  a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού
    ⮡  The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
    Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας layer
γ΄ ενικό ενεστώτα layers
αόριστος layered
παθητική μετοχή layered
ενεργητική μετοχή layering

layer (en)