transverse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
transverse (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- transverse - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- transverse - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
transverse (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transverse | transverses |
transverse (fr) θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- transverse - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- transverse - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online