conformation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conformation (en)
- συμμόρφωση
- διαμόρφωση
- (ζωολογία) ανατομικά χαρακτηριστικά ζώου, διάπλαση (συνήθως για αναλυτική περιγραφή και όχι γενικόλογα)
- (χημεία) για επιτρεπόμενη μοριακή περιστροφή συστατικών ατόμων εντός του βαθμού ελευθερίας κίνησης των χημικών δεσμών