confirmation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
confirmation | confirmations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confirmation (en)
- έγκριση ενός σχεδίου
- επιβεβαίωση
- (θρησκεία) χρίσμα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confirmation (fr) θηλυκό