μεταγλώσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταγλώσσα οι μεταγλώσσες
      γενική της μεταγλώσσας των μεταγλωσσών
    αιτιατική τη μεταγλώσσα τις μεταγλώσσες
     κλητική μεταγλώσσα μεταγλώσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταγλώσσα < μετα- + γλώσσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταγλώσσα θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) το σύνολο των όρων που δημιουργήθηκαν για να περιγράψουν τη γλώσσα
  2. (πληροφορική) η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια γλώσσα προγραμματισμού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]