τοκογλυφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοκογλυφία < τοκογλύφος + -ία < ελληνιστική κοινή τοκογλύφος < αρχαία ελληνική τόκος + γλύφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τοκογλυφία θηλυκό
- ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο υψηλότερο του νόμιμου
- ※ Πολυμελές κύκλωμα, που αποτελούνταν από τέσσερις ομάδες, και δραστηριοποιούνταν τα τελευταία επτά χρόνια σε τοκογλυφίες, εκβιασμούς, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και άλλα αδικήματα στην Κέρκυρα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Κέρκυρας. (*)
- ※ Ο εισαγγελέας Εφετών πρότεινε την ενοχή του φερόμενου ως αρχηγού για 9 περιπτώσεις τοκογλυφίας, τέσσερις εκβιάσεις, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, οπλοφορία και οπλοκατοχή, την αθώωσή του για τη «συγκρότηση» και «διεύθυνση» εγκληματικής οργάνωσης, για δύο τοκογλυφίες και δύο απόπειρες εκβίασης. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τοκογλύφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοκογλυφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)