necessary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός necessary
συγκριτικός necessarier / more necessary
υπερθετικός necessariest / most necessary

Επίθετο[επεξεργασία]

necessary (en)

  • απαραίτητος, αναγκαίος
    The sun is necessary for life.
    Ο ήλιος είναι απαραίτητος για τη ζωή.
    a necessary consequence - αναγκαίο επακόλουθο

Πηγές[επεξεργασία]