inclusion
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inclusion (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inclusion | inclusions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inclusion (fr) θηλυκό
- η συμπερίληψη, η παρεμβολή