Μετάβαση στο περιεχόμενο

exclusion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exclusion (en)

  1. η εξαίρεση
     αντώνυμα: inclusion
  2. ο αποκλεισμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
exclusion exclusions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exclusion (fr) θηλυκό

  1. η εξαίρεση
     αντώνυμα: inclusion
  2. ο αποκλεισμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]