exclusion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exclusion (en)
- η εξαίρεση
- ο αποκλεισμός
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exclusion | exclusions |
exclusion (fr) θηλυκό