Μετάβαση στο περιεχόμενο

exclusive

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

exclusive (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛks.kly.ziv/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exclusive exclusives

exclusive (fr) θηλυκό