inhibition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inhibition (en)
- η αναστολή
- η αυτοσυγκράτηση
- συμπεριφορικός περιορισμός
- ο αυτοπεριορισμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inhibition | inhibitions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inhibition (fr) θηλυκό
- η αναστολή