Μετάβαση στο περιεχόμενο

capsule

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
capsule capsules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

capsule (fr) θηλυκό

  1. κάψουλα
  2. κάψα
  3. καπάκι
  4. χάπι, το διαλυτό μέρος ενός φαρμάκου, αυτό που περιέχει το φάρμακο
  5. θαλαμίσκος ενός διαστημικού οχήματος, αυτός που επανέρχεται στη Γη

Συγγενικά

[επεξεργασία]