capsule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capsule | capsules |
capsule (fr) θηλυκό
- κάψουλα
- κάψα
- καπάκι
- χάπι, το διαλυτό μέρος ενός φαρμάκου, αυτό που περιέχει το φάρμακο
- θαλαμίσκος ενός διαστημικού οχήματος, αυτός που επανέρχεται στη Γη