cleaning

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cleaning (en) (μη μετρήσιμο)

  • το καθάρισμα, η ενέργεια του να καθαρίζω
    dry/chemical cleaning - στεγνό/χημικό καθάρισμα
    The floor needs a good/thorough cleaning.
    Το πάτωμα θέλει καλό/γερό καθάρισμα.
    a car window cleaning device with a handle - καθαριστήρας τζαμιών αυτοκινήτου με χειρολαβή

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

cleaning (en)

Πηγές[επεξεργασία]