καθαριστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθαριστήρας αρσενικό
- μηχάνημα, όργανο ή μηχανισμός που χρησιμοποιούμε για τον καθαρισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αεροκαθαριστήρας
- ατμοκαθαριστήρας
- υαλοκαθαριστήρας
- → δείτε τις λέξεις καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καθαριστήρας