προσφεύγων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσφεύγων η προσφεύγουσα το προσφεύγον
      γενική του προσφεύγοντος
προσφεύγοντα1
της προσφεύγουσας
προσφευγούσης*
του προσφεύγοντος
    αιτιατική τον προσφεύγοντα την προσφεύγουσα το προσφεύγον
     κλητική προσφεύγων προσφεύγουσα προσφεύγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσφεύγοντες οι προσφεύγουσες τα προσφεύγοντα
      γενική των προσφευγόντων των προσφευγουσών των προσφευγόντων
    αιτιατική τους προσφεύγοντες τις προσφεύγουσες τα προσφεύγοντα
     κλητική προσφεύγοντες προσφεύγουσες προσφεύγοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσφεύγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφεύγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσφεύγω

Μετοχή[επεξεργασία]

προσφεύγων

  1. που προσφεύγει
  2. (νομικός όρος) που κάνει προσφυγή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μετοχή[επεξεργασία]