θεωρητικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεωρητικοποίηση | οι | θεωρητικοποιήσεις |
γενική | της | θεωρητικοποίησης* | των | θεωρητικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | θεωρητικοποίηση | τις | θεωρητικοποιήσεις |
κλητική | θεωρητικοποίηση | θεωρητικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεωρητικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεωρητικοποίηση < θεωρητικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεωρητικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θεωρητικοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεωρητικοποίηση
|