πολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολικός < πόλος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολικός -ή -ό
- που αναφέρεται στους πόλους της γης ή στο κλίμα που επικρατεί εκεί
- πολικές περιοχές, πολικό κρύο