jug

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jug (en)

  1. η κανάτα, η υδρία ή άλλο δοχείο με κυκλική διατομή και λαβή
  2. (αργκό) η φυλακή
  3. (αργκό) τα γυναικεία στήθη
  4. (Νέα Ζηλανδία) η κατσαρόλα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jug (bs)