εξωμοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξωμοσία
Δείτε επίσης: ἐξωμοσία, έξωμος, ἔξωμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξωμοσία οι εξωμοσίες
      γενική της εξωμοσίας των εξωμοσιών
    αιτιατική την εξωμοσία τις εξωμοσίες
     κλητική εξωμοσία εξωμοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωμοσία < αρχαία ελληνική ἐξωμοσία ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική rinnegazione[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.kso.moˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐μο‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξωμοσία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]