συμπλοκοποιητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπλοκοποιητής < σύμπλοκ(ο) + -ο- + -ποιητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ο συμπλοκοποιητής (en) αρσενικό
ο συμπλοκοποιητής (en) αρσενικό