jet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jet (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jet (en)
- τζετ, αεριωθούμενο, αεροπλάνο με τουρμπίνες
- πίδακας υγρού ή αερίου
- γαγάτης
Ρήμα[επεξεργασία]
jet (en)
- ταξιδεύω με αεροπλάνο