Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρίξιμο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: τρίξιμο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρίξιμο τα ριξίματα
      γενική του ριξίματος των ριξιμάτων
    αιτιατική το ρίξιμο τα ριξίματα
     κλητική ρίξιμο ριξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρίξιμο < ρίχνω + -ιμο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾi.ksi.mo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρίξιμο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]