τρίξιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]τρίξιμο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τρίζω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρίξιμο