crissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crissement | crissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crissement (fr) αρσενικό
- η στριγκλιά, το ξεφωνητό, το τρίξιμο
- (μεταφορικά) le crissement des pneus sur la chaussée - το στρίγγλισμα των ελαστικών στο οδόστρωμα