ξεφωνητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεφωνητό | τα | ξεφωνητά |
γενική | του | ξεφωνητού | των | ξεφωνητών |
αιτιατική | το | ξεφωνητό | τα | ξεφωνητά |
κλητική | ξεφωνητό | ξεφωνητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεφωνητό < ξεφωνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεφωνητό ουδέτερο
- η κραυγή, το τσίριγμα, η δυνατή φωνή
- (λαϊκότροπο) η αποδοκιμασία