ξεφωνητό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφωνητό | τα | ξεφωνητά |
| γενική | του | ξεφωνητού | των | ξεφωνητών |
| αιτιατική | το | ξεφωνητό | τα | ξεφωνητά |
| κλητική | ξεφωνητό | ξεφωνητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεφωνητό < ξεφωνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεφωνητό ουδέτερο
- η κραυγή, το τσίριγμα, η δυνατή φωνή
- (λαϊκότροπο) η αποδοκιμασία