ανοσοανεπάρκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσοανεπάρκεια < απόδοση του όρου immunodeficiency, μορφολογικά αναλύεται άνοσ(ος) + -ο- + ανεπάρκεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανοσοανεπάρκεια θηλυκό
- η ανεπαρκής λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσοανεπάρκεια