ανοσοκατασταλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσοκατασταλτικός < ανοσοκαταστολή + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunosuppressive)
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοσοκατασταλτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την ανοσοκαταστολή, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανοσοκαταστολή
- → δείτε τις λέξεις άνοσος, νόσος, καταστολή και στέλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσοκατασταλτικός