proof

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɹuːf/

Επίθετο

[επεξεργασία]

proof (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
proof proofs

proof (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απόδειξη
    There is no proof that he did it.
    Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το έκανε.
    There is no proof of that.
    Δεν υπάρχει απόδειξη για αυτό.
    I will not deny it, because you have enough proof.
    Δε θα το αρνηθώ, γιατί έχεις αρκετές αποδείξεις.
  2. (συνήθως πληθυντικός) το τυπογραφικό δοκίμιο
    We sent the proofs over to the editor of the publication.
    Στείλαμε τα δοκίμια στον επιμελητή της έκδοσης.
  3. (μη μετρήσιμο) η περιεκτικότητα (οινοπνεύματος), ένα μέτρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της περιεκτικότητας των αλκοολούχων ποτών
    Vodka is 70° proof.
    Η βότκα έχει 70° περιεκτικότητα οινοπνεύματος.
    whisky with under/over proof - ουίσκι με περιεκτικότητα μικρότερη/μεγαλύτερη από το κανονικό

proof (en)