proof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
proof (en)
- έλεγχος, εξέταση, δοκιμή
- απόδειξη
- τυπογραφικό δοκίμιο
- η ανθεκτικότητα, η μη διαπερατότητα
- βάσανος