Μετάβαση στο περιεχόμενο

mission

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mission missions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mission (en)

  1. (μετρήσιμο) η αποστολή, μια σημαντική επίσημη εργασία που δίνεται σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων, ειδικά όταν αποστέλλονται σε άλλη χώρα
      a trade/military/foreign mission - εμπορική/στρατιωτική/ξένη αποστολή
      His mission is the collection of information from the enemy’s secret services.
    H αποστολή του είναι η συλλογή πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες του εχθρού.
      He is a member of the Greek diplomatic mission to the UN.
    Είναι μέλος της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στον ΟHΕ.
      Mission accomplished!
    Η αποστολή έληξε με επιτυχία!
  2. (μετρήσιμο) η αποστολή, δουλειά που νομίζω ότι είναι καθήκον μου να κάνω
      He believed that his mission in life was to…
    Πίστευε ότι η αποστολή του στη ζωή ήταν να…
      A mother’s mission is sacred.
    H αποστολή της μητέρας είναι ιερή.
      The teacher must believe in her mission.
    Η δασκάλα πρέπει να πιστεύει στην αποστολή της.
     συνώνυμα:  calling και vocation
  3. (μετρήσιμο) η αποστολή, μια σημαντική δουλειά που γίνεται από στρατιώτη, ομάδα στρατιωτών κτλ.
      We were tasked with the mission to protect a bridge.
    Μας ανατέθηκε η αποστολή να φυλάξουμε μια γέφυρα.
      The warplanes have successfully executed many missions.
    Tα πολεμικά αεροπλάνα έχουν εκτελέσει με επιτυχία πολλές αποστολές.
  4. (μετρήσιμο) η διαστημική αποστολή
      NASA is making a new spacesuit for the mission to the Moon.
    Η NASA φτιάχνει νέα διαστημική στολή για την αποστολή στη Σελήνη.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mission (fr) θηλυκό