mission
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mission | missions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mission (en)
- (μετρήσιμο) η αποστολή, μια σημαντική επίσημη εργασία που δίνεται σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων, ειδικά όταν αποστέλλονται σε άλλη χώρα
- ↪ a trade/military/foreign mission - εμπορική/στρατιωτική/ξένη αποστολή
- ↪ His mission is the collection of information from the enemy’s secret services.
- H αποστολή του είναι η συλλογή πληροφοριών από τις μυστικές υπηρεσίες του εχθρού.
- ↪ He is a member of the Greek diplomatic mission to the UN.
- Είναι μέλος της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στον ΟHΕ.
- ↪ Mission accomplished!
- Η αποστολή έληξε με επιτυχία!
- (μετρήσιμο) η αποστολή, δουλειά που νομίζω ότι είναι καθήκον μου να κάνω
- (μετρήσιμο) η αποστολή, μια σημαντική δουλειά που γίνεται από στρατιώτη, ομάδα στρατιωτών κτλ.
- ↪ We were tasked with the mission to protect a bridge.
- Μας ανατέθηκε η αποστολή να φυλάξουμε μια γέφυρα.
- ↪ The warplanes have successfully executed many missions.
- Tα πολεμικά αεροπλάνα έχουν εκτελέσει με επιτυχία πολλές αποστολές.
- ↪ We were tasked with the mission to protect a bridge.
- (μετρήσιμο) η διαστημική αποστολή
- ↪ NASA is making a new spacesuit for the mission to the Moon.
- Η NASA φτιάχνει νέα διαστημική στολή για την αποστολή στη Σελήνη.
- ↪ NASA is making a new spacesuit for the mission to the Moon.
Πηγές
[επεξεργασία]- mission - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποστολή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mission (fr)
- η αποστολή