probe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- probe (ουσιαστικό) < λατινική proba < probo < probus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pro-bhwo
- probe (ρήμα) < λατινική probo <probus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pro-bhwo
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
probe (en)
- καθετήρας
- εξεταστήριο όργανο
- δειγματοδέκτης, δειγματοαντιδραστής
- διαστημικό εξερευνητικό όχημα· μη επανδρωμένο διαστημικό όχημα εξερεύνησης
- διερεύνηση, έρευνα, εξερεύνηση, εξονύχιση, αναζήτηση δεδομένων και στοιχείων, (εξ)ερευνητική αποστολή
Ρήμα[επεξεργασία]
probe (en)