ισονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισονομία < αρχαία ελληνική ἰσονομία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισονομία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και δεν προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση για κανέναν λόγω καταγωγής, κοινωνικής θέσης, εισοδήματος, φύλου κλπ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισονομία
|